- τυραννίς
- -ίδος, ἡ, ΜΑβλ. τυραννίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυραννίς — monarchy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίς (-ίδα) — Μορφή διακυβέρνησης, στην οποία η εξουσία ενός μόνου ανθρώπου, που κατακτά τα ανώτατα αξιώματα, ασκείται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Ο Πλάτων έβλεπε την τ. ως το σοβαρότερο κίνδυνο στον οποίο ήταν εκτεθειμένη η πολιτεία και ο… … Dictionary of Greek
τυραννί — τυραννίς monarchy fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίδα — τυραννίς monarchy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίδας — τυραννίς monarchy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίδες — τυραννίς monarchy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίδι — τυραννίς monarchy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίδος — τυραννίς monarchy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίδων — τυραννίς monarchy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννίσι — τυραννίς monarchy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)